ἐμφανής: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμφᾰνής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αντανακλά τον εαυτό του, που καθρεφτίζει ([[είδωλο]]), λέγεται για καθρέφτες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ορατός]] στο [[μάτι]], [[φανερός]], [[ιδίως]] λέγεται για τους θεούς που εμφανίζονται με υλική [[υπόσταση]] στους θνητούς, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐμφανῆ τινα [[ἰδεῖν]], τον [[βλέπω]] με τη [[φυσική]] του [[μορφή]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>τἀμφανῆ κρύπτειν</i>, στον ίδ.· <i>ἐμφ. τεκμήρια</i>, ορατές, απτές, φανερές, ολοφάνερες αποδείξεις, στον ίδ.· <i>τὰ ἐμφ. κτήματα</i>, φανερή [[περιουσία]], πραγματική [[ιδιοκτησία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ποιεῖν τι ἐμφανές</i>, κάνω [[κάτι]] δημοσίως, Λατ. in [[propatulo]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἐμφ</i>. αντίθ. προς <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Θουκ.· εἰς τοὐμφανὲς [[ἰέναι]], έρχεται [[κάτι]] στο φως, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φανερός]], [[πραγματικός]], [[ψηλαφητός]], [[απτός]], [[καταφανής]], [[οφθαλμοφανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[εμφανής]], [[γνωστός]], [[πασίδηλος]], <i>τὰ ἐμφανῆ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-νῶς</i>, Ιων. -[[νέως]], [[φανερά]], ανοιχτά, Λατ. [[palam]], στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ανοιχτά, δηλ. όχι [[κρυφά]] ή δόλια, ύπουλα, σε Σοφ.· <i>οὐ λόγοις</i>, ἀλλ' [[ἐμφανῶς]], [[αλλά]] πραγματικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως και ως ουδ. επίθ., <i>ἐξ ἐμφανέος</i> ή <i>ἐκ τοῦ ἐμφ</i>., σε Ηρόδ.· <i>ἐν τῷ ἐμφανεῖ</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐμφᾰνής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αντανακλά τον εαυτό του, που καθρεφτίζει ([[είδωλο]]), λέγεται για καθρέφτες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ορατός]] στο [[μάτι]], [[φανερός]], [[ιδίως]] λέγεται για τους θεούς που εμφανίζονται με υλική [[υπόσταση]] στους θνητούς, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐμφανῆ τινα [[ἰδεῖν]], τον [[βλέπω]] με τη [[φυσική]] του [[μορφή]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>τἀμφανῆ κρύπτειν</i>, στον ίδ.· <i>ἐμφ. τεκμήρια</i>, ορατές, απτές, φανερές, ολοφάνερες αποδείξεις, στον ίδ.· <i>τὰ ἐμφ. κτήματα</i>, φανερή [[περιουσία]], πραγματική [[ιδιοκτησία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ποιεῖν τι ἐμφανές</i>, κάνω [[κάτι]] δημοσίως, Λατ. in [[propatulo]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἐμφ</i>. αντίθ. προς <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Θουκ.· εἰς τοὐμφανὲς [[ἰέναι]], έρχεται [[κάτι]] στο φως, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φανερός]], [[πραγματικός]], [[ψηλαφητός]], [[απτός]], [[καταφανής]], [[οφθαλμοφανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[εμφανής]], [[γνωστός]], [[πασίδηλος]], <i>τὰ ἐμφανῆ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-νῶς</i>, Ιων. -[[νέως]], [[φανερά]], ανοιχτά, Λατ. [[palam]], στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ανοιχτά, δηλ. όχι [[κρυφά]] ή δόλια, ύπουλα, σε Σοφ.· <i>οὐ λόγοις</i>, ἀλλ' [[ἐμφανῶς]], [[αλλά]] πραγματικά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως και ως ουδ. επίθ., <i>ἐξ ἐμφανέος</i> ή <i>ἐκ τοῦ ἐμφ</i>., σε Ηρόδ.· <i>ἐν τῷ ἐμφανεῖ</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνής:''' <b class="num">1)</b> явный, зримый, видимый, очевидный (τινι Eur., Arph.; ποιεῖν ἐμφανῆ τὰ ἀποκεκρυμμένα Arst.): ἕδ᾽ ἐ. Eur. вот он налицо; ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα Dem. представить неопровержимые доказательства; εἰς τοὐμφανὲς [[ἰέναι]] Xen. становиться очевидным, обнаруживаться; [[οὐδαμοῦ]] τιμαῖς [[Ἀπόλλων]] ἐ. Soph. нигде не видно, чтобы воздавались почести Аполлону;<br /><b class="num">2)</b> действительный, подлинный, бесспорный ([[τέκμαρ]] Aesch. и τεκμήρια Soph.; κτήματα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> открытый, прямой, ясный ([[λόγος]] Thuc.): ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Xen., ἐμφανέος Her. и ἐν τῷ ἐμφανεῖ Thuc., Xen. явно, открыто; βίᾳ ἐμφανεῖ Thuc. путем прямого насилия;<br /><b class="num">4)</b> (обще)известный (τὰ κερυχθέντα Soph.): τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαίρεσθαι Her. умозаключать от известного к неизвестному;<br /><b class="num">5)</b> известный, выдающийся (ἀνὴρ ἐ. [[Αἰγύπτιος]] Diod.).
}}
}}