ἐξαίφνης: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαίφνης:''' ([[ἄφνω]]), επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνίδια, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· <i>ἐξ. ἀποθανόντος</i>, τη [[στιγμή]] που είναι πεθαμένος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐξαίφνης:''' ([[ἄφνω]]), επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνίδια, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· <i>ἐξ. ἀποθανόντος</i>, τη [[στιγμή]] που είναι πεθαμένος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαίφνης:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> внезапно, неожиданно, вдруг (φλεγέθειν Hom.; ἀκούειν τι Soph., Plat., Aeschin.): τὰ ἐ. [[ἑκούσια]] μὲν λέγομεν, κατὰ προαίρεσιν δ᾽ οὐ Arst. внезапные действия мы называем произвольными, но не преднамеренными;<br /><b class="num">2)</b> мгновенный: τὸ ἐ. Plat. мгновенность;<br /><b class="num">3)</b> тотчас же, немедленно: ἐ. ἀποθανόντος Plat. тотчас же по его смерти.
}}
}}