3,277,121
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔπαλξις:''' -εως, ἡ ([[ἐπαλέξω]]), [[μέσο]] άμυνας·<br /><b class="num">1.</b> στον πληθ., επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., αμυντικό [[τείχος]] με πολεμίστρες, [[προμαχώνας]], [[παραπέτασμα]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''ἔπαλξις:''' -εως, ἡ ([[ἐπαλέξω]]), [[μέσο]] άμυνας·<br /><b class="num">1.</b> στον πληθ., επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., αμυντικό [[τείχος]] με πολεμίστρες, [[προμαχώνας]], [[παραπέτασμα]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔπαλξις:''' εως ἡ (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> крепостные зубцы, зубчатая стена Hom., Aesch., Eur., Arph., Plut.: αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις ἔχουσαι или λαμβάνουσαι Thuc. дома с зубчатыми стенами;<br /><b class="num">2)</b> защита, оплот, твердыня (πλούτου Aesch.; σωτηρίας Eur.). | |||
}} | }} |