ἔπαλξις: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔπαλξις:''' -εως, ἡ ([[ἐπαλέξω]]), [[μέσο]] άμυνας·<br /><b class="num">1.</b> στον πληθ., επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., αμυντικό [[τείχος]] με πολεμίστρες, [[προμαχώνας]], [[παραπέτασμα]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἔπαλξις:''' -εως, ἡ ([[ἐπαλέξω]]), [[μέσο]] άμυνας·<br /><b class="num">1.</b> στον πληθ., επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., αμυντικό [[τείχος]] με πολεμίστρες, [[προμαχώνας]], [[παραπέτασμα]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔπαλξις:''' εως ἡ (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> крепостные зубцы, зубчатая стена Hom., Aesch., Eur., Arph., Plut.: αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις ἔχουσαι или λαμβάνουσαι Thuc. дома с зубчатыми стенами;<br /><b class="num">2)</b> защита, оплот, твердыня (πλούτου Aesch.; σωτηρίας Eur.).
}}
}}