ἐξοπλίζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξοπλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[οπλίζω]] εντελώς, [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Μέσ. και Παθ., οπλίζομαι ή εξοπλίζομαι, σε Ευρ.· [[μπαίνω]] στα όπλα, εξοπλίζομαι, [[στέκομαι]] σε ένοπλη [[παράταξη]], παρατάσσομαι, στον ίδ., σε Ξεν.· γενικά, <i>ἐξωπλισμένος</i>, είμαι εντελώς προετοιμασμένος, εντελώς [[έτοιμος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐξοπλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[οπλίζω]] εντελώς, [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Μέσ. και Παθ., οπλίζομαι ή εξοπλίζομαι, σε Ευρ.· [[μπαίνω]] στα όπλα, εξοπλίζομαι, [[στέκομαι]] σε ένοπλη [[παράταξη]], παρατάσσομαι, στον ίδ., σε Ξεν.· γενικά, <i>ἐξωπλισμένος</i>, είμαι εντελώς προετοιμασμένος, εντελώς [[έτοιμος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξοπλίζω:''' вооружать (с головы до ног) (ὡς ἐς πόλεμον Her.; ἐξοπλίζεσθαι καὶ καθίστασθαι εἰς τὴν τάξιν Xen.): κάρᾳ λέοντος ἐξοπλίζεσθαι Eur. надеть на себя голову (со шкурой убитого) льва; ἐξωπλισμένος Arph., Plat., Plut. (находящийся) в полном вооружении или в полной боевой готовности.
}}
}}