ἐπεντύνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεντύνω:''' [ῡ] και -εντύω, [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖρα ἐπεντύνειν [[ἐπί]] τινι, το [[οπλίζω]] το [[χέρι]] μου για [[μάχη]], σε Σοφ. — Μέσ., προετοιμάζομαι ή εξασκούμαι, <i>ἄεθλα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπεντύνω:''' [ῡ] και -εντύω, [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖρα ἐπεντύνειν [[ἐπί]] τινι, το [[οπλίζω]] το [[χέρι]] μου για [[μάχη]], σε Σοφ. — Μέσ., προετοιμάζομαι ή εξασκούμαι, <i>ἄεθλα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεντύνω:''' (ῡ) готовить, оснащать, вооружать: ἐ. (v. l. ἐπευθύνειν) χεῖρα ἐπί τινι Soph. вооружиться против кого-л.; med. готовиться, вооружаться: ἐ. ἄεθλα Hom. готовиться к состязаниям.
}}
}}