ἐξεριστικός: Difference between revisions

2
(12)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξεριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεριστής]]<br />αυτός που έχει [[τάση]] για έριδες και λογομαχίες.
|mltxt=[[ἐξεριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεριστής]]<br />αυτός που έχει [[τάση]] για έριδες και λογομαχίες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεριστικός:''' умеющий (успешно) спорить: [[δύναμις]] ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать.
}}
}}