ἐπεισβάλλω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] [[επιπλέον]] μέσα σε [[κάτι]], προσθέτω, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[εισβάλλω]] [[ξανά]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπεισβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] [[επιπλέον]] μέσα σε [[κάτι]], προσθέτω, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[εισβάλλω]] [[ξανά]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισβάλλω:''' староатт. [[ἐπεσβάλλω]]<br /><b class="num">1)</b> подбрасывать, добавлять (σκύφον ποτῷ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вторгаться, производить нападение (ναυσί τε καὶ πεζῷ Thuc.).
}}
}}