ἐπιβουλή: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβουλή:''' ἡ, εχθρικό [[σχέδιο]] [[εναντίον]] κάποιου άλλου, [[μηχανορραφία]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐπιβουλή:''' ἡ, εχθρικό [[σχέδιο]] [[εναντίον]] κάποιου άλλου, [[μηχανορραφία]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβουλή:''' ἡ<b class="num">1)</b> замысел, намерение, план: τῇ ἐπιβοολῇ и μετ᾽ ἐπιβουλῆς Plat. умышленно, преднамеренно;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. злой умысел (ἐπιβουλὴν ἀρτύειν Her. и ἐπιβουλεύειν Lys., δυσμένειαι καὶ ἐπιβουλαί Plat.): ἐξ ἐπιβουλῆς Thuc., Xen., Plat., Arst. со злым умыслом, коварно.
}}
}}