ἐπιμαρτύρομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμαρτύρομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠροῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, επικαλούμαι, [[προσφεύγω]] σε, <i>τοὺς θεούς</i>, σε Ξεν.· επίσης, [[καλώ]] κάποιον ως μάρτυρά μου, Λατ. antestari, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> επικαλούμαι με [[θέρμη]], [[εξορκίζω]] κάποιον, Λατ. obtestari, σε Ηρόδ.· <i>ἐπιμ. τινα μὴ ποιεῖν τι</i>, [[καλώ]] κάποιον να μην κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βεβαιώνω]] ή [[διακηρύσσω]] [[μπροστά]] σε, ενώπιον μαρτύρων ότι..., σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπιμαρτύρομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠροῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, επικαλούμαι, [[προσφεύγω]] σε, <i>τοὺς θεούς</i>, σε Ξεν.· επίσης, [[καλώ]] κάποιον ως μάρτυρά μου, Λατ. antestari, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> επικαλούμαι με [[θέρμη]], [[εξορκίζω]] κάποιον, Λατ. obtestari, σε Ηρόδ.· <i>ἐπιμ. τινα μὴ ποιεῖν τι</i>, [[καλώ]] κάποιον να μην κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βεβαιώνω]] ή [[διακηρύσσω]] [[μπροστά]] σε, ενώπιον μαρτύρων ότι..., σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμαρτύρομαι:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> призывать в свидетели (τοὺς θεούς Xen.; τὸν [[Δία]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> подтверждать свидетельскими показаниями (ἐ., [[εἶτα]] δικάζεσθαι Arph.; τὰ [[παραπλήσια]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> заклинать, горячо возражать (μὴ κατιστάναι τυραννίδας Her.; μὴ ἀπόντος περὶ [[αὐτοῦ]] διαβολὰς ἀποδέχεσθαι Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> свидетельствовать, заявлять (категорически) ([[τόδε]] μὴν ἄξιον ἐπιμαρτύρασθαι, ὅτι … Plat.; ταύτην εἶναι ἀληθῆ [[χάριν]] NT).
}}
}}