ἐξανεμόω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰνεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σβήνω]] με το [[φύσημα]] του ανέμου, [[φυσώ]], σε Ευρ.· μεταφ., <i>ἐξηνεμώθην</i>, πήραν τα μυαλά μου αέρα, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξᾰνεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σβήνω]] με το [[φύσημα]] του ανέμου, [[φυσώ]], σε Ευρ.· μεταφ., <i>ἐξηνεμώθην</i>, πήραν τα μυαλά μου αέρα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰνεμόω:''' <b class="num">1)</b> наполнять ветром, надувать: ἐξηνεμώθην μωρίᾳ Eur. я обезумел;<br /><b class="num">2)</b> превращать в ничто, расстраивать (Ἑλένης λέχη Ἀλεξάνδρῳ Eur.);<br /><b class="num">3)</b> pass. приходить в возбужденное состояние (αἱ ἵπποι ἐξανεμοῦνται Arst.);<br /><b class="num">4)</b> быть неспособным к деторождению (οὐ κυΐσκονται - sc. αἱ γυναῖκες - διὸ καὶ καλεῖται ἐξανεμοῦσθαι Arst.).
}}
}}