ἐπίγνωσις: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίγνωσις:''' -εως, ἡ ([[ἐπιγιγνώσκω]]), [[πλήρης]], ολοκληρωμένη [[γνώση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπίγνωσις:''' -εως, ἡ ([[ἐπιγιγνώσκω]]), [[πλήρης]], ολοκληρωμένη [[γνώση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίγνωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> знакомство, (по)знание (μουσικῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> исследование, рассмотрение (τῶν προειρημένων Polyb.): κατ᾽ ἐπίγνωσιν NT путем исследования, т. е. рассудочно.
}}
}}