ἐπίορκος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίορκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ορκιστεί [[ψευδώς]], λέγεται για όρκους, σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., <i>ἐπίορκον ὀμνύναι</i>, το να παίρνει [[κάποιος]] ψευδή όρκο, να ορκίζεται [[κάποιος]] [[ψευδώς]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[αλλά]] επίσης, <i>ἐπ. ἐπώμοσε</i>, έδωσε ανωφελή όρκο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επίορκος]], [[ψευδομάρτυρας]], σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπίορκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ορκιστεί [[ψευδώς]], λέγεται για όρκους, σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., <i>ἐπίορκον ὀμνύναι</i>, το να παίρνει [[κάποιος]] ψευδή όρκο, να ορκίζεται [[κάποιος]] [[ψευδώς]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[αλλά]] επίσης, <i>ἐπ. ἐπώμοσε</i>, έδωσε ανωφελή όρκο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επίορκος]], [[ψευδομάρτυρας]], σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίορκος:''' <b class="num">1)</b> (о клятве) ложный ([[ὅρκος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> дающий ложную клятву ([[δικαστής]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ клятвопреступник Hes., Arph., Xen.
}}
}}