ἐπισκώπτης: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκώπτης]], ὁ (Α) [[επισκώπτω]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να σκώπτει, να κοροϊδεύει.
|mltxt=[[ἐπισκώπτης]], ὁ (Α) [[επισκώπτω]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να σκώπτει, να κοροϊδεύει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκώπτης:''' ου ὁ насмешник [[Timon]] ap. Sext.
}}
}}