ἐπιπέτομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ [[ἐπεπτάμην]] ή <i>-όμην</i>, επίσης σε Ενεργ. τύπο [[ἐπέπτην]], μτχ. <i>ἐπιπτάς</i>, αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> [[πετώ]] σε ή προς, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πετώ]] πάνω από, <i>[[πεδία]]</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπιπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ [[ἐπεπτάμην]] ή <i>-όμην</i>, επίσης σε Ενεργ. τύπο [[ἐπέπτην]], μτχ. <i>ἐπιπτάς</i>, αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> [[πετώ]] σε ή προς, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πετώ]] πάνω από, <i>[[πεδία]]</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπέτομαι:''' (fut. ἐπιπτήσομαι, aor. 2 [[ἐπεπτόμην]]; см. тж. *[[ἐπιπέταμαι]])<br /><b class="num">1)</b> влетать (ὀϊστὸς καθ᾽ ὅμιλον [[ἐπιπτέσθαι]] μενεαίνων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (над кем-л. или чем-л.) лететь, пролетать (τινι εἰπόντι Hom.; πόλει τινί Arph.);<br /><b class="num">3)</b> прилетать, слетаться (ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα Plat.; ἐπὶ τὴν ναῦν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> облетать (πεδία καρποφόρα Eur.; γην καὶ θάλασσαν Arph.).
}}
}}