3,276,318
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπλάζομαι:''' μέλ. -[[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπεπλάγχθην</i> — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, <i>πόντον ἐπιπλαγχθείς</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἐπιπλάζομαι:''' μέλ. -[[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπεπλάγχθην</i> — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, <i>πόντον ἐπιπλαγχθείς</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπλάζομαι:''' (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.). | |||
}} | }} |