ἐπιφρίσσω: Difference between revisions

2
(14)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφρίσσω]] και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) [[φρίσσω]]<br />έχω τραχιά [[επιφάνεια]], [[γίνομαι]] [[τραχύς]], [[ανατριχιάζω]] («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) [[κάνω]] να κυμαίνεται [[ελαφρά]], να ρυτιδώνεται.
|mltxt=[[ἐπιφρίσσω]] και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) [[φρίσσω]]<br />έχω τραχιά [[επιφάνεια]], [[γίνομαι]] [[τραχύς]], [[ανατριχιάζω]] («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) [[κάνω]] να κυμαίνεται [[ελαφρά]], να ρυτιδώνεται.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφρίσσω:''' атт. [[ἐπιφρίττω]] быть неровным, щетиниться (ἐχίνοις χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασι Emped. ap. Plut.).
}}
}}