ἔποικος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔποικος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει εγκατασταθεί [[μεταξύ]] [[ξένων]], [[άποικος]], [[μετανάστης]], [[αλλοεθνής]], [[ξένος]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποικιστής]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[γειτονικός]], σε Αισχύλ.· απ' όπου, ως ουσ., [[γειτονικός]], [[κοντινός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἔποικος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει εγκατασταθεί [[μεταξύ]] [[ξένων]], [[άποικος]], [[μετανάστης]], [[αλλοεθνής]], [[ξένος]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποικιστής]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[γειτονικός]], σε Αισχύλ.· απ' όπου, ως ουσ., [[γειτονικός]], [[κοντινός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔποικος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> поселенец, колонист (ἐποίκους πέμπειν Thuc. или ἀποστέλλειν Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> пришелец, чужеземец Soph., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> живущий рядом, (местный) житель Soph., Plut.<br />соседний ([[ἕδος]] Ἀσίας Aesch.).
}}
}}