3,271,376
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] [[επάνω]] ή [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου, με δοτ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[πέφτω]] [[επάνω]], επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για θύελλες, σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για ασθένειες και δυστυχήματα, σε Θουκ., Ευρ. | |lsmtext='''ἐπιπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] [[επάνω]] ή [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου, με δοτ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[πέφτω]] [[επάνω]], επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για θύελλες, σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για ασθένειες και δυστυχήματα, σε Θουκ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπίπτω:''' (fut. [[ἐπιπεσοῦμαι]])<br /><b class="num">1)</b> (на что-л.) падать, спадать (ἐπί τι Xen. etc.): ἐπιπεσεῖν ἐπὶ τὸν τράχηλόν τινος NT броситься кому-л. на шею;<br /><b class="num">2)</b> врываться, вторгаться (ἐπὶ τῷ νότῳ ὁ [[βορέας]] ἐπιπίπτει Arst.);<br /><b class="num">3)</b> нападать (ἀφυλάκτῳ τινί и ἔς τινα Her.; ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Thuc.; τοῖς ἐναντίοις Xen.; τινὶ [[ἐξόπισθεν]] Plut.): ἐπιπεσεῖν ἀλλήλοις Thuc. столкнуться друг с другом; οὐ προσδεχομένῳ τινὶ ἐ. Plut. напасть на кого-л. врасплох;<br /><b class="num">4)</b> перен. налетать, обрушиваться (λύπαι ἐπέπεσόν τινι Eur.; χειμὼν ἐπιπεσών Plat.; ἐπιπίπτουσα [[δίκη]] τοῖς πονηροῖς Plut.; πολλὰ καὶ χαλεπὰ ἐπέπεσε ταῖς πόλεσι Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> приходить в голову, осенять (λογισμὸς ἐπιπίπτει τινί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> попадать, встречаться: ἐπὶ ταύτην ἐπιπεσεῖν τὴν παράκλησιν Isocr. прийти к следующему утверждению;<br /><b class="num">7)</b> нисходить, проникать (τὸ [[πνεῦμα]] τὸ [[ἅγιον]] ἐπέπεσεν ἐπί τινι и ἐπί τινα NT). | |||
}} | }} |