ἐποικτίζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποικτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμπονώ]], με αιτ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐποικτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμπονώ]], με αιτ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποικτίζω:''' возбуждать жалость, трогать: [[θέαμα]] τοιοῦτον, [[οἷον]] καὶ στυγοῦντα ἐποικτίσαι Soph. такое зрелище, которое разжалобит и врага.
}}
}}