ἐπιστρωφάω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστρωφάω:''' θαμιστικό του [[ἐπιστρέφω]], [[επισκέπτομαι]] ή [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[μπαίνω]] και [[βγαίνω]], [[συχνάζω]], [[επισκέπτομαι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐπιστρωφάω:''' θαμιστικό του [[ἐπιστρέφω]], [[επισκέπτομαι]] ή [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[μπαίνω]] και [[βγαίνω]], [[συχνάζω]], [[επισκέπτομαι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστρωφάω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> обходить, посещать (πόληας Hom.);<br /><b class="num">2)</b> приезжать, прибывать: [[πόθεν]] γῆς τῆσδ᾽ ἐπιστρωφᾷ [[πέδον]]; Eur. откуда приходишь ты в этот край?;<br /><b class="num">3)</b> возвращаться ([[δῶμα]] Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> перен. (о заботах) посещать, удручать (ἀνὴρ ὅντε ἐπιστρωφῶσι μέριμναι HH).
}}
}}