ἑστία: Difference between revisions

2,152 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑστία:''' Ιων. [[ἱστίη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εστία]], [[παραγώνι]] σπιτιού, [[πυροστιά]], τζάκι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[βωμός]] των οικιακών, οικογενειακών θεών και [[άσυλο]] για τους ικέτες (<i>ἐφέστιοι</i>), <i>ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> το ίδιο το [[σπίτι]], [[κατάλυμα]], [[κατοικία]], [[οικογένεια]] (όπως λέμε το «[[σπίτι]]» με την [[έννοια]] της οικογενειακής θαλπωρής), σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., λέγεται για την τελευταία [[κατοικία]], τον τάφο, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> φαμίλια, [[οικογένεια]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βωμός]], θυσιαστήριο, σε Τραγ.· γᾶς [[μεσόμφαλος]] ἑστ., λέγεται για το Δελφικό [[ιερό]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα [[Ἑστία]], Ιων. [[Ἱστίη]], Ρωμ. <b>V</b>esta, [[θυγατέρα]], [[κόρη]] του Κρόνου και της Ρέας, [[προστάτιδα]] του οίκου και της οικογενείας, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἑστία:''' Ιων. [[ἱστίη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εστία]], [[παραγώνι]] σπιτιού, [[πυροστιά]], τζάκι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[βωμός]] των οικιακών, οικογενειακών θεών και [[άσυλο]] για τους ικέτες (<i>ἐφέστιοι</i>), <i>ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> το ίδιο το [[σπίτι]], [[κατάλυμα]], [[κατοικία]], [[οικογένεια]] (όπως λέμε το «[[σπίτι]]» με την [[έννοια]] της οικογενειακής θαλπωρής), σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., λέγεται για την τελευταία [[κατοικία]], τον τάφο, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> φαμίλια, [[οικογένεια]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βωμός]], θυσιαστήριο, σε Τραγ.· γᾶς [[μεσόμφαλος]] ἑστ., λέγεται για το Δελφικό [[ιερό]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα [[Ἑστία]], Ιων. [[Ἱστίη]], Ρωμ. <b>V</b>esta, [[θυγατέρα]], [[κόρη]] του Κρόνου και της Ρέας, [[προστάτιδα]] του οίκου και της οικογενείας, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἑστία:''' ион. [[ἱστίη]], дор. [[ἑστίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> домашний очаг (где находились домашний жертвенник и изображения семейных богов): ἡ [[δορύξενος]] ἑ. Soph. гостеприимный очаг; ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι Thuc. сесть у домашнего очага; ἱστίας (ион. = ἑστίας) ἐπιορκεῖν Her. ложно клясться домашними богами; μὰ τὴν πατρῴαν ἐστίαν! Soph. клянусь очагом отчего дома!;<br /><b class="num">2)</b> семейный очаг, родной дом: γυναῖκας ἔχων [[δύο]], διξὰς ἱοτίας οἴκεε Her. (Александрия), имея двух жен, жил на два дома;<br /><b class="num">3)</b> перен. обиталище (παντοδαπῶν ζῴων Arst.): [[χθόνιος]] ἑ. πατρός Soph. подземное жилище, т. е. могила отца;<br /><b class="num">4)</b> семья, семейство (αἱ [[ὀγδώκοντα]] ἱστίαι Her.; ἑστίας [[ἄμοιρος]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> род, потомство (Γλαύκου Her.);<br /><b class="num">6)</b> жертвенник, алтарь, святилище ([[βούθυτος]] Soph.): ἑ. βουλαία Aeschin. алтарь в [[βουλή]]; γᾶς [[μεσόμφαλος]] ἑ. Eur. срединное святилище земли, т. е. алтарь Аполлона в Дельфах; ἡ κοιντὴ ἑ. Arst., Polyb., Plut.; общий алтарь (служивший местом собраний пританеев, убежищем для искавших защиты и пр.);<br /><b class="num">7)</b> центр, средоточие (ἑ. καὶ [[μητρόπολις]] Diod.; перен. ἑ. ἤθους Plut.): ἀφ᾽ ἑστίας ἄρχεσθαι погов. Arph., Plat.; начинать с середины, т. е. с главного.
}}
}}