ἔρυμα: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρῠμα:''' -ατος, τό ([[ἐρύομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[σκέπη]], [[μέσο]] προφύλαξης, [[ἔρυμα]] [[χροός]], λέγεται για αμυντικό οπλισμό, [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· <i>τὸ ἔρ. τοῦ τείχεος</i>, η [[άμυνα]], η [[προστασία]] που προσφέρει το [[τείχος]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[πρόχωμα]], [[οχύρωμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προστασία]] δικαιωμάτων, [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], λέγεται για τον Άρειο Πάγο, σε Αισχύλ.· <i>παῖδας ἔρ. δώμασι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἔρῠμα:''' -ατος, τό ([[ἐρύομαι]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[σκέπη]], [[μέσο]] προφύλαξης, [[ἔρυμα]] [[χροός]], λέγεται για αμυντικό οπλισμό, [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· <i>τὸ ἔρ. τοῦ τείχεος</i>, η [[άμυνα]], η [[προστασία]] που προσφέρει το [[τείχος]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[πρόχωμα]], [[οχύρωμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προστασία]] δικαιωμάτων, [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], λέγεται για τον Άρειο Πάγο, σε Αισχύλ.· <i>παῖδας ἔρ. δώμασι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρῠμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> защита, охрана, прикрытие ([[χροός]] Hom., Hes.; ναυσίν Thuc.; σωμάτων Xen.; τόπων Plut.; τείχη καὶ ἄλλα ἐρύματα Arst.): τὸ ἔ. τοῦ τείχεος Her. защитная стена; ἔ. τῶν [[νεῶν]] Her. защита для судов; Τρώων ἔ. Soph. стены Трои; ἔ. λίθοις καὶ ξύλοις ὀρθοῦν Thuc. возвести укрепления из камней и бревен; ἔ. ἔχειν τι Xen. быть защищенным чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> перен. защита, охрана, оплот (χώρας Aesch. - об ареопаге; δώμασι Eur.): ἔ. πολεμίας, [[χερός]] Eur. защита от вражеской руки.
}}
}}