ἑρπετόν: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑρπετόν:''' τό ([[ἕρπω]]),·<br /><b class="num">I.</b> ζώο που περπατά στα [[τέσσερα]] πόδια, [[τετράποδο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἑρπετά</i>, αντίθ. προς το <i>πετεινά</i>, στον Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> σπονδυλωτό ζώο που έρπει, [[ερπετό]], σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἑρπετόν:''' τό ([[ἕρπω]]),·<br /><b class="num">I.</b> ζώο που περπατά στα [[τέσσερα]] πόδια, [[τετράποδο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἑρπετά</i>, αντίθ. προς το <i>πετεινά</i>, στον Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> σπονδυλωτό ζώο που έρπει, [[ερπετό]], σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρπετόν:''' τό<b class="num">1)</b> пресмыкающееся ([[ὄφις]] καὶ σαῦροι καὶ [[τοιαῦτα]] τῶν ἑρπετῶν Her.; τὰ ἔνυδρα καὶ τὰ ἑρπετά Arst.; ἑρπετά τε καὶ δάκετα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> змея Theocr.;<br /><b class="num">3)</b> животное Hom.: τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκαν, ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας προσέθεσαν Xen. остальным животным дали (боги только) ноги, человеку же придали также и руки.
}}
}}