3,273,446
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκαταφρόνητος:''' -ον ([[καταφρονέω]]), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, [[άξιος]] περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''εὐκαταφρόνητος:''' -ον ([[καταφρονέω]]), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, [[άξιος]] περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκαταφρόνητος:''' легко внушающий презрение, т. е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut. | |||
}} | }} |