εὐκαταφρόνητος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκαταφρόνητος:''' -ον ([[καταφρονέω]]), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, [[άξιος]] περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''εὐκαταφρόνητος:''' -ον ([[καταφρονέω]]), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, [[άξιος]] περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκαταφρόνητος:''' легко внушающий презрение, т. е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut.
}}
}}