ἔτος: Difference between revisions

1,435 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔτος:''' -εος, τό, [[χρόνος]], χρονιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τῶν]] προτέρων ἐτέων, των περασμένων, των παρελθόντων, των προηγουμένων χρόνων, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἑκάστου ἔτους</i>, [[κάθε]] χρόνο, σε Πλάτ.· ἀνὰ [[πᾶν]] [[ἔτος]], σε Ανθ.· ἀνὰ [[πέντε]] ἔτεα, [[κάθε]] [[πέντε]] χρόνια, σε Ηρόδ.· <i>δι' ἔτους πέμπτου</i>, [[κάθε]] πέμπτο χρόνο, σε Αριστοφ.· κατὰ [[ἔτος]], [[κάθε]] χρόνο, σε Θουκ.· [[ἔτος]] εἰς [[ἔτος]], από χρόνο σε χρόνο, σε Σοφ.· με αιτ., [[ἔτος]] τόδ' [[ἤδη]] δέκατον, αυτό είναι ήδη το δέκατο [[έτος]] από [[τότε]] που..., στον ίδ.
|lsmtext='''ἔτος:''' -εος, τό, [[χρόνος]], χρονιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τῶν]] προτέρων ἐτέων, των περασμένων, των παρελθόντων, των προηγουμένων χρόνων, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἑκάστου ἔτους</i>, [[κάθε]] χρόνο, σε Πλάτ.· ἀνὰ [[πᾶν]] [[ἔτος]], σε Ανθ.· ἀνὰ [[πέντε]] ἔτεα, [[κάθε]] [[πέντε]] χρόνια, σε Ηρόδ.· <i>δι' ἔτους πέμπτου</i>, [[κάθε]] πέμπτο χρόνο, σε Αριστοφ.· κατὰ [[ἔτος]], [[κάθε]] χρόνο, σε Θουκ.· [[ἔτος]] εἰς [[ἔτος]], από χρόνο σε χρόνο, σε Σοφ.· με αιτ., [[ἔτος]] τόδ' [[ἤδη]] δέκατον, αυτό είναι ήδη το δέκατο [[έτος]] από [[τότε]] που..., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔτος:''' εος τό год: ἑκάστου ἔτους Plat., κατὰ [[πᾶν]] ἔ. Arst., κατὰ ἔ. Thuc., ἀνὰ [[πᾶν]] ἔ. Anth. каждый год, ежегодно; ἀνὰ [[πέντε]] ἔτεα Her. каждые пять лет; διὰ [[πέντε]] ἐτῶν Arst. в течение пяти лет; τρίτῳ ἔτεϊ [[πρότερον]] Her. за два года с лишним до этого; τρίτῳ ἔτεϊ [[τουτέων]] Her. на третий год после этого; ἔ. εἰς ἔ. Soph., εἰς ἔ. ἐξ ἔτεος Theocr. из года в год; ἔ. τόδ᾽ [[ἤδη]] δέκατον Soph. вот уж десятый год; οἱ [[μέχρι]] [[τριάκοντα]] ἐτῶν Xen. не достигшие тридцати лет; ἐτῶν [[τριάκοντα]] Plat. тридцати лет (от роду); γεγονὼς ἔ. πέμπτον καὶ ἑβδομηχοστόν Diog. L. в возрасте семидесяти пяти лет; γεγονὼς ἔτη [[τρία]] ἀπολείποντα τῶν [[ἑκατόν]] Isocr. достигший девяноста семи лет (от роду); οἱ [[ὑπὲρ]] [[τετταράκοντα]] ἔτη Xen. (люди) старше сорока лет; μυρίων ἐτῶν Plat. в течение мириады, т. е. десяти тысяч лет.
}}
}}