3,252,024
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τίθημι]]), αυτός που βάζει τα πράγματα σε [[τάξη]], που τακτοποιεί, με γεν., <i>δωμάτων εὔθ</i>., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὐθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[τίθημι]]), αυτός που βάζει τα πράγματα σε [[τάξη]], που τακτοποιεί, με γεν., <i>δωμάτων εὔθ</i>., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐθήμων:''' 2, gen. ονος adj. любящий порядок, аккуратный, опрятный (ἡ [[σίττη]] Arst.): δμωαὶ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. рабыни, держащие в порядке дом. | |||
}} | }} |