εὐρύζυγος: Difference between revisions

2b
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρύζυγος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του [[Διός]]) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία [[εξουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]].
|mltxt=[[εὐρύζυγος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του [[Διός]]) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία [[εξουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύζῠγος:''' высоко восседающий, т. е. могущественный ([[Ζεύς]] Pind.).
}}
}}