εὐφόρμιγξ: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη [[λύρα]] ή παίζοντας όμορφα τη [[λύρα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη [[λύρα]] ή παίζοντας όμορφα τη [[λύρα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφόρμιγξ:''' ιγγος adj.<br /><b class="num">1)</b> хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);<br /><b class="num">2)</b> искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий ([[ἀοιδά]] Anth.).
}}
}}