εὑρετικός: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετικός:''' -ή, -ὸν ([[εὑρεῖν]]), [[εφευρετικός]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὑρετικός:''' -ή, -ὸν ([[εὑρεῖν]]), [[εφευρετικός]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρετικός:''' <b class="num">1)</b> находчивый, изобретательный ([[δημιουργός]] Plat.; πρός τι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> умеющий находить (τινος Plat., Plut.).
}}
}}