θαλασσεύω: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θᾰλασσεύω:''' βρίσκομαι στη [[θάλασσα]], [[ταξιδεύω]], σε Θουκ.· τὰ θαλαττεύοντα τῆς [[νεώς]] μέρη, τα υποθαλάσσια τμήματα, αυτά που βρίσκονται [[κάτω]] από το [[νερό]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''θᾰλασσεύω:''' βρίσκομαι στη [[θάλασσα]], [[ταξιδεύω]], σε Θουκ.· τὰ θαλαττεύοντα τῆς [[νεώς]] μέρη, τα υποθαλάσσια τμήματα, αυτά που βρίσκονται [[κάτω]] από το [[νερό]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰλασσεύω:''' атт. θᾰλαττεύω<br /><b class="num">1)</b> находиться в море, быть в плавании (αἱ [[νῆες]] τοσοῦτον χρόνον [[ἤδη]] θαλασσεύουσαι Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> находиться под водой: τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη Plut. подводные части судна.
}}
}}