θαλπτήριος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαλπτήριος:''' -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θαλπτήριος:''' -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θαλπτήριος:''' согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.).
}}
}}