θήρευμα: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θήρευμα:''' -ατος, τό ([[θηρεύω]]), = [[θήραμα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], [[θήραμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θήρευμα:''' -ατος, τό ([[θηρεύω]]), = [[θήραμα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], [[θήραμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θήρευμα:''' ατος τό (= [[θήραμα]])<br /><b class="num">1)</b> охотничья добыча, улов ([[σπάνιον]] θ. [[λαβεῖν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> pl. охота: τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. охота на сухопутных зверей.
}}
}}