θινώδης: Difference between revisions

2b
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θινώδης]], -ες (Α) [[θις]]<br /><b>1.</b> [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες [[ἄγκιστρον]]» — [[άγκυρα]] στην άμμο).
|mltxt=[[θινώδης]], -ες (Α) [[θις]]<br /><b>1.</b> [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες [[ἄγκιστρον]]» — [[άγκυρα]] στην άμμο).
}}
{{elru
|elrutext='''θῑνώδης:''' <b class="num">1)</b> песчаный ([[τόπος]] ἐπὶ θαλάσσης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся на песке, брошенный на песок ([[ἄγκιστρον]] ἀγκύρας Plut.).
}}
}}