θεόμορφος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει θεϊκή [[μορφή]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θεόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει θεϊκή [[μορφή]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θεόμορφος:''' с божественной наружностью, богоподобный (sc. [[παῖς]] Anth.).
}}
}}