θωπεία: Difference between revisions

2b
mNo edit summary
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θωπεία:''' ἡ, [[κολακεία]], υπερβολική [[περιποίηση]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''θωπεία:''' ἡ, [[κολακεία]], υπερβολική [[περιποίηση]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θωπεία:''' ἡ преимущ. pl. лесть (ὑπερβαλεῖν τινα θωπείαις Arph.): θωπείᾳ λέγειν τι Eur. говорить что-л. из лести; θωπεῖαι λόγων Plat. льстивые речи; θωπεῖαι κολακικαί Plat. вкрадчивая лесть, заискивание.
}}
}}