3,253,520
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰνώδης:''' [ῑ], -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από ίνες, [[ινώδης]], λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἰνώδης:''' [ῑ], -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από ίνες, [[ινώδης]], λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰνώδης:''' (ῑ) [ἴς]<br /><b class="num">1)</b> полный волокон, волокнистый ([[αἷμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> жилистый, сильный, крепкий (κεφαλὴ [[κυνός]] Xen.; δεσμοί Arst.). | |||
}} | }} |