3,274,919
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππάσιμος:''' [ᾰ], -η, -ον ([[ἱππάζομαι]]), [[κατάλληλος]] για άλογα, [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., τοῖς κόλαξιν [[ἱππάσιμος]], «καβαλικευμένος» από κόλακες, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἱππάσιμος:''' [ᾰ], -η, -ον ([[ἱππάζομαι]]), [[κατάλληλος]] για άλογα, [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., τοῖς κόλαξιν [[ἱππάσιμος]], «καβαλικευμένος» από κόλακες, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππάσῐμος:''' и 3 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> удобный для верховой езды, удобопроходимый для конницы ([[Αἴγυπτος]] Her.; [[χώρα]] Her., Arst.; πεδία Polyb.; τόποι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. которого легко оседлать, легко управляемый, податливый (τοῖς κόλαξιν Plut.). | |||
}} | }} |