ἰσχιαδικός: Difference between revisions

2b
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιαδικός]], -ή, -όν) [[ισχιάς]]<br />αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[ισχιαλγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη [[θεραπεία]] της ισχιαλγίας.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιαδικός]], -ή, -όν) [[ισχιάς]]<br />αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[ισχιαλγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη [[θεραπεία]] της ισχιαλγίας.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχιᾰδικός:''' [[ἰσχιάς]]<br /><b class="num">1)</b> бедренный, седалищный (dolores Plin.);<br /><b class="num">2)</b> страдающий от боли в седалищном нерве Plin.
}}
}}