κακόγλωσσος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που ξεστομίζει [[κακά]], <i>βοὴ κ</i>., [[κραυγή]] δυστυχίας, σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰκόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που ξεστομίζει [[κακά]], <i>βοὴ κ</i>., [[κραυγή]] δυστυχίας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόγλωσσος:''' возвещающий беду, зловещий ([[βοή]] Eur.).
}}
}}