καλλίμορφος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει [[καλή]] [[μορφή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καλλίμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει [[καλή]] [[μορφή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίμορφος:''' красивый, прекрасный, изящный ([[δέμας]], χορὸς τέκνων Eur.; [[νέος]] Plut.).
}}
}}