καμινευτήρ: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰμῑνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· <i>αὐλὸς κ</i>., ο [[σωλήνας]] του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.
|lsmtext='''κᾰμῑνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· <i>αὐλὸς κ</i>., ο [[σωλήνας]] του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμῑνευτήρ:''' ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth.
}}
}}