καρποφθόρος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρποφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.
|lsmtext='''καρποφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρποφθόρος:''' портящий плоды, вредящий плодам ([[κάμπη]] Anth.).
}}
}}