καταλειτουργέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλειτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[δαπανώ]] όλη μου την [[περιουσία]] στην [[ανάληψη]] δημοσίων υπηρεσιών (<i>λειτουργίαι</i>), σε Δημ.
|lsmtext='''καταλειτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[δαπανώ]] όλη μου την [[περιουσία]] στην [[ανάληψη]] δημοσίων υπηρεσιών (<i>λειτουργίαι</i>), σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλειτουργέω:''' атт. [[καταλῃτουργέω]] расходовать в порядке исполнения общественных обязанностей, тратить на общественные дела ([[πολλά]] Dem.).
}}
}}