καταναρκάω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[οκνός]], [[νωθρός]], [[τεμπέλης]] [[έναντι]], [[πιέζω]] με [[δύναμη]] πάνω σε, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''καταναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[οκνός]], [[νωθρός]], [[τεμπέλης]] [[έναντι]], [[πιέζω]] με [[δύναμη]] πάνω σε, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''καταναρκάω:''' досл. приводить в оцепенение, перен. досаждать, быть в тягость (οὐδενός NT).
}}
}}