καταπολεμέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταβάλλω]] πολεμώντας, δηλ. [[εξουδετερώνω]] μέσω του πολέμου, [[υποτάσσω]] ολοσχερώς, [[αποδυναμώνω]], Λατ. debellare, σε Θουκ., Ξεν.· στον ενεστ., [[επιχειρώ]] να υποτάξω, σε Θουκ. — Παθ., <i>ἐλπίζοντες</i> (<i>τὴν πόλιν</i>) <i>καταπεπολεμῆσθαι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''καταπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταβάλλω]] πολεμώντας, δηλ. [[εξουδετερώνω]] μέσω του πολέμου, [[υποτάσσω]] ολοσχερώς, [[αποδυναμώνω]], Λατ. debellare, σε Θουκ., Ξεν.· στον ενεστ., [[επιχειρώ]] να υποτάξω, σε Θουκ. — Παθ., <i>ἐλπίζοντες</i> (<i>τὴν πόλιν</i>) <i>καταπεπολεμῆσθαι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπολεμέω:''' <b class="num">1)</b> покорять военной силой, побеждать на войне, завоевывать (τὴν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς ἐναντίους Arst.; τοὺς Ἀθηναίους Plut. - ср. 2; [[δόξαν]] ἡ [[πόλις]] ἔσχε μήποτ᾽ ἂν καταπολεμηθῆναι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> вести войну, воевать: τοὺς Ἀθηναίους κ. Thuc. воевать против афинян (ср. 1); ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε Plut. воюя с остальными (галлами, Цезарь) вышел победителем;<br /><b class="num">3)</b> истощать войной (τὴν πόλιν Thuc.).
}}
}}