κατακαλέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[καλώ]] [[κάτω]], [[συγκαλώ]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[καλώ]] [[κάτω]], [[συγκαλώ]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακᾰλέω:''' <b class="num">1)</b> звать, вызывать (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе ([[Ἀθήναζε]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).
}}
}}