κατάμομφος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάμομφος:''' -ον ([[καταμέμφομαι]]), αξιοκατάκριτος, [[δυσμενής]], [[δυσοίωνος]], [[κακότυχος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κατάμομφος:''' -ον ([[καταμέμφομαι]]), αξιοκατάκριτος, [[δυσμενής]], [[δυσοίωνος]], [[κακότυχος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάμομφος:''' достойный порицания, дурной, тягостный (φάσματα Aesch.).
}}
}}