καταπλέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]]· Ιων. -[[πλώω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διαπλέω]], δηλ.<br /><b class="num">1.</b> [[πλέω]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] προς την [[ακτή]], [[πλέω]] προς την [[ξηρά]], [[προσορμίζομαι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· <i>νεωστὶ καταπεπλευκώς</i>, έχοντας προσορμιστεί πρόσφατα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπλέω]] ποταμό, <i>κατ. τὸν Εὐφρήτην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] προς τα [[πίσω]], [[επιστρέφω]], στον ίδ.
|lsmtext='''καταπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]]· Ιων. -[[πλώω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διαπλέω]], δηλ.<br /><b class="num">1.</b> [[πλέω]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] προς την [[ακτή]], [[πλέω]] προς την [[ξηρά]], [[προσορμίζομαι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· <i>νεωστὶ καταπεπλευκώς</i>, έχοντας προσορμιστεί πρόσφατα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπλέω]] ποταμό, <i>κατ. τὸν Εὐφρήτην</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] προς τα [[πίσω]], [[επιστρέφω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλέω:''' ион. [[καταπλώω]] (fut. καταπλεύσομαι)<br /><b class="num">1)</b> приплывать, прибывать (на корабле), причаливать ([[ἔνθα]] Hom.; ἐς Αἶαν, ἐπὶ Ἑλλησπόντου Her.; ἐκ Πόντου [[Ἀθήναζε]], εἰς τὴν γῆν Xen.; εἰς τὴν χώραν NT; νεωστὶ καταπεπλευκώς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> плыть вниз по течению (ἐς τὸν Εὐφρήτην ἐς Βαβυλῶνα Her.; εἰς θάλασσαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> возвращаться (морем), плыть обратно (ἐς τὴν Φώκαιαν Her.).
}}
}}