3,277,121
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταρρίπτω]] σπάζοντας, [[κατεδαφίζω]], <i>τὴν γέφυραν</i>, σε Ηρόδ. <i>μέλαθρα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεσχίζω]], [[κατακομματιάζω]], σε Δημ.· — Μέσ., <i>κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας</i>, έσκισαν τους μανδύες τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αντ. Σοφ. 675 <i>τροπὰς καταρρήγνυσι</i> (ἡ [[ἀναρχία]]), διασπά στρατεύματα και τα τρέπει σε [[φυγή]].<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. βʹ κατερράγην [ᾰ], με Ενεργ. παρακ. <i>κατέρρωγα</i>· καταρρίπτομαι σχιζόμενος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] προς τα [[κάτω]], [[ξεσπώ]], λέγεται για [[καταιγίδα]], στον ίδ.· λέγεται για δάκρυα, σε Ευρ.· μεταφ., ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[σπασμένος]] σε κομμάτια, [[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη, με μαύρο και κατασπαραγμένο [[έδαφος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καταρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταρρίπτω]] σπάζοντας, [[κατεδαφίζω]], <i>τὴν γέφυραν</i>, σε Ηρόδ. <i>μέλαθρα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεσχίζω]], [[κατακομματιάζω]], σε Δημ.· — Μέσ., <i>κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας</i>, έσκισαν τους μανδύες τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αντ. Σοφ. 675 <i>τροπὰς καταρρήγνυσι</i> (ἡ [[ἀναρχία]]), διασπά στρατεύματα και τα τρέπει σε [[φυγή]].<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. βʹ κατερράγην [ᾰ], με Ενεργ. παρακ. <i>κατέρρωγα</i>· καταρρίπτομαι σχιζόμενος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] προς τα [[κάτω]], [[ξεσπώ]], λέγεται για [[καταιγίδα]], στον ίδ.· λέγεται για δάκρυα, σε Ευρ.· μεταφ., ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[σπασμένος]] σε κομμάτια, [[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη, με μαύρο και κατασπαραγμένο [[έδαφος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρρήγνῡμι:''' и (только praes.) [[καταρρηγνύω]]<br /><b class="num">1)</b> разрывать (ἱμάτια Dem.; τὴν ἐσθῆτα Luc.); med. разрывать на себе (τοὺς κιθῶνας Her.; τοὺς πέπλους Xen.);<br /><b class="num">2)</b> ломать, рушить, разрушать (τὴν γέφυραν Her.; μέλαθρα Eur.): καταρρηγνύμενοι οἱ κρημνοὶ τοῦ ὀρύγματος Her. обрушившиеся края рва; καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν Her. валиться (падать) на землю; ἡ [[Αἴγυπτος]] κατερρηγμένη (v. l. καταρρηγνυμένη) Her. Египет с рыхлой почвой; καταρραγείης! Arph. чтоб ты лопнул!;<br /><b class="num">3)</b> разнуздывать, давать волю: (ἡ [[ἀναρχία]]) τροπὰς καταρρήγνυσι Soph. безначалие приводит к бегству (с поля сражения);<br /><b class="num">4)</b> (pass. pf. [[κατέρρωγα]]) взрываться, разражаться, хлынуть: χειμῶνα καταρραγῆναι Her. (рассказывают, что) разразилась гроза; [[κρότος]] κατερράγη Polyb. раздался шум; ἐξ ὀμμάτων κατερρώγασι πηγαί Eur. потоки (слез) хлынули из глаз; καταρραγεὶς [[ὄμβρος]] Arst., Polyb. хлынувший ливень; ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη Arph. вспыхнула война. | |||
}} | }} |