κατασοβέω: Difference between revisions

2b
(6_2)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασοβέω''': [[καταδιώκω]], διεγείρων φόβον, τοὺς ὄρνιθας Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118. 2· καταδιώκων ὠθῶ εἰς…, πέρδικα τιθασὸν εἰς τὸ [[φρέαρ]] κ. Παρθέν. 14.
|lstext='''κατασοβέω''': [[καταδιώκω]], διεγείρων φόβον, τοὺς ὄρνιθας Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118. 2· καταδιώκων ὠθῶ εἰς…, πέρδικα τιθασὸν εἰς τὸ [[φρέαρ]] κ. Παρθέν. 14.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασοβέω:''' спугивать, прогонять (τοὺς ὄρνιθας Arst.).
}}
}}